- κουφίζομαι
- κουφίζωto be lightpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обльжатисѧ — ОБЛЬЖА|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Перен. Подниматься, возвышаться: и твоѥю добродѣтелью побѣжаю же сѧ. и памѧтью ѡбльжаюсѧ. i ˫ако б҃ж(с)твнъ бываю ѿ сласти. (κουφίζομαι) ГБ XIV, 195а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κουφίζω — (I) [κουφός] είμαι λίγο κουφός, βαριακούω. (II) κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)] 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ. β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.) 2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω,… … Dictionary of Greek
προσκουφίζομαι — Α 1. ανακουφίζομαι 2. ελαφρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κουφίζομαι «ανακουφίζομαι, ελαφρώνω»] … Dictionary of Greek
ԹԵԹԵՒԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0804 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c չ. κουφίζομαι, ἑλαφρίζομαι allevor, levior sum, aut velocior Ազատանալ ʼի ծանրութեանց. դիւրանալ. թօթափիլ. թեթեւնալ. ... *Թեթեւասցի կատարածն իմ ինձ ծանրացելոյս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)